καρύοψη

καρύοψη
Αδιάρρηκτος ξηρός καρπός συνήθως μικρών διαστάσεων, που αποτελείται κυρίως από ένα μικρό σπέρμα επενδεδυμένο με λεπτό περικάρπιο. Κ. είναι, για παράδειγμα, οι καρποί των αγρωστωδών, οι οποίοι περιέχουν σημαντική μάζα αμύλου, το ενδοσπέρμιο, το οποίο αποτελεί τον αποταμιευτικό σχηματισμό του σπέρματος και χωρίζεται από το έμβρυο με μία κοτυληδόνα, που ονομάζεται ασπίδιο (scutellum). Το έμβρυο είναι τοποθετημένο στο κατώτερο μέρος του σπέρματος και αποτελείται από το βλαστίδιο, το οποίο δίνει το υπέργειο τμήμα του φυτού και περιβάλλεται από έναν φυλλοειδή προστατευτικό σχηματισμό –το κολεόπτιλο– και από το ριζίδιο, από το οποίο θα εξελιχθεί η ρίζα, προστατεύεται δε από την κολεόρριζα. Στάχυς σιταριού (δεξιά) με ώριμες καρυόψεις. Αριστερά, τομές καρύοψης, με την εκατοστιαία αναλογία των περιεχόμενων εδώδιμων ουσιών.
* * *
η
τύπος καρπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. caryopse < cary(o)- (πρβλ. κάρυον) + -opse (πρβλ. -όψις < ὄψις). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”